Η κατσίκα του παππού
Όταν ήμουν μικρή, οι καλοκαιρινές μου διακοπές μοιράζονταν μεταξύ κατασκήνωσης, σπιτιού γιαγιάς και σπιτιού παππού.
Το σπίτι του παππού, το πατρικό της μητέρας μου ήταν ένα κλασικό σπίτι χωριού. Παλιό, με τις βασικές "ανέσεις" και την τουαλέτα έξω φυσικά. Είχε ομως τεράστιο κήπο, κληματαριά που εκανε παχιά σκιά και κρασοστάφυλα, πορτοκαλιές, βασιλικούς...
Έξω, στο πεζοδρόμιο είχε μουριές τις οποίες κάθε τόσο κλάδευε ο παππούς. Καποια χρονιά, είχε δέσει σε μια από τις μουριές την κατσίκα του. Μια μεγάλη κάτασπρη κατσίκα με ωραιότατα κέρατα. Δε θυμάμαι πόσο χρονών ήμουν λογικά γύρω στα πέντε, το τελευταίο εγγόνι... Σε μια άκρη στο πεζοδρόμιο ήταν στοιβαγμένα τα κλαδιά από τις μουριές...
Σκέφτηκα λοιπόν πως θα ήταν τέλειο παιχνίδι, για την ακρίβεια αναρωτιόμουν γιατι δεν το είχα κανει και νωρίτερα, να πάρω ενα κλαδί με ωραία καταπράσινα φύλλα και να το βάλω στη μουσούδα της κατσίκας. Όχι για να την ταΐσω, where is the fun in that, αλλά για να το τραβήξω μακριά με το που θα άνοιγε το στόμα της. Μία που το σκέφτηκα και μία που το έκανα. Όχι μία δηλαδή...πέντε ή έξι φορές, μεχρι που η κατσίκα εκνευρίστηκε και με κουτούλησε! Και φυσικά εκσφενδονίστηκα μερικά μέτρα μακριά στη μέση του δρόμου.
Το πιο περίεργο απ' όλα ειναι πως δε θυμάμαι κανέναν να με μαλώνει, σίγουρα όχι ο παππούς. Την άλλη μέρα πάντως, η κατσίκα είχε εξαφανιστεί....
Το σπίτι του παππού, το πατρικό της μητέρας μου ήταν ένα κλασικό σπίτι χωριού. Παλιό, με τις βασικές "ανέσεις" και την τουαλέτα έξω φυσικά. Είχε ομως τεράστιο κήπο, κληματαριά που εκανε παχιά σκιά και κρασοστάφυλα, πορτοκαλιές, βασιλικούς...
Έξω, στο πεζοδρόμιο είχε μουριές τις οποίες κάθε τόσο κλάδευε ο παππούς. Καποια χρονιά, είχε δέσει σε μια από τις μουριές την κατσίκα του. Μια μεγάλη κάτασπρη κατσίκα με ωραιότατα κέρατα. Δε θυμάμαι πόσο χρονών ήμουν λογικά γύρω στα πέντε, το τελευταίο εγγόνι... Σε μια άκρη στο πεζοδρόμιο ήταν στοιβαγμένα τα κλαδιά από τις μουριές...
Σκέφτηκα λοιπόν πως θα ήταν τέλειο παιχνίδι, για την ακρίβεια αναρωτιόμουν γιατι δεν το είχα κανει και νωρίτερα, να πάρω ενα κλαδί με ωραία καταπράσινα φύλλα και να το βάλω στη μουσούδα της κατσίκας. Όχι για να την ταΐσω, where is the fun in that, αλλά για να το τραβήξω μακριά με το που θα άνοιγε το στόμα της. Μία που το σκέφτηκα και μία που το έκανα. Όχι μία δηλαδή...πέντε ή έξι φορές, μεχρι που η κατσίκα εκνευρίστηκε και με κουτούλησε! Και φυσικά εκσφενδονίστηκα μερικά μέτρα μακριά στη μέση του δρόμου.
Το πιο περίεργο απ' όλα ειναι πως δε θυμάμαι κανέναν να με μαλώνει, σίγουρα όχι ο παππούς. Την άλλη μέρα πάντως, η κατσίκα είχε εξαφανιστεί....
Σχόλια